- αναπτερώνω
- αναπτερώνω και αναφτερώνω -ωσα, -ώθηκα, -ωμένος, ενθαρρύνω, εμψυχώνω, ενθουσιάζω: Με τα λόγια αυτά το ηθικό τους αναπτερώθηκε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αναπτερώνω — αναπτερώνω, αναπτέρωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναπτερώνω — και αναφτερώνω (Α ἀναπτερῶ, όω) δίνω κατά κάποιον τρόπο φτερά, ενθουσιάζω, ενθαρρύνω, ενισχύω αρχ. Ι. (ενεργ. (1. (για πτηνά) δίνω φτερά σε κάποιον, τόν κάνω να φτερουγίσει, να πετάξει 2. ανορθώνω, σηκώνω 3. δημιουργώ έξαρση σε κάποιον, ερεθίζω,… … Dictionary of Greek
αιωρώ — ( έω) (Α αἰωρῶ) (Ν συνήθως στη μέση φωνή) Ι. ενεργ. υψώνω και κρατώ στον αέρα, κρατώ ή κινώ κάτι μετέωρο, μετεωρίζω ΙΙ. μέσ. 1. είμαι μετέωρος, κρέμομαι στον αέρα, ταλαντεύομαι 2. πετώ, περιφέρομαι, κυκλοφορώ, πλανιέμαι 3. (για τα πτηνά)… … Dictionary of Greek
αναπτέρωμα — το η αναπτέρωση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπτερώνω). Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Ευγεν. Βαπτισιάδη Δελβινιώτη] … Dictionary of Greek
αναπτερωτικός — ή, ό ο ικανός να αναπτερώσει, να προκαλέσει ενθουσιασμό, εμψυχωτικός, ενθουσιαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπτερώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Πίθηκμαν (ψευδώνυμο τού αρχαιολόγου και ζωγράφου Αλέξανδρου Φιλαδελφέα) στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
αναπτερώ — ἀναπτερῶ ( όω) (Α) βλ. αναπτερώνω … Dictionary of Greek
αναπυργώνω — 1. ανυψώνω κάτι στερεά σαν πύργο 2. (συνήθως με μτφ. σημασία) εξυψώνω, ανορθώνω, αναπτερώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + πυργώνω. Η λ. αναπυργώ ( όω) μαρτυρείται από το 1879 στον καθηγητή της Ιστορίας της Φιλοσοφίας Περικλή Γρηγοριάδη] … Dictionary of Greek
εμπτερώ — ( όω) (Μ ἐμπτερῶ) 1. δίνω φτερά σε κάποιον 2. μτφ. ενθαρρύνω, ενισχύω ψυχικά, αναπτερώνω κάποιον 3. μέσ. αποκτώ φτερά, δηλ. θάρρος, τόλμη … Dictionary of Greek
φρονηματίζω — φρονημάτισα, φρονηματίστηκα, φρονηματισμένος, μτβ. 1. εμπνέω σε κάποιον φρόνημα (βλ. λ.), του μεταδίνω θάρρος, αυτοπεποίθηση κτλ., του αναπτερώνω το ηθικό: Πριν από τη μάχη ο λοχαγός φρονημάτισε τους στρατιώτες με πατριωτικά λόγια. 2. κάνω… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)